Α. ΠΡΟΒΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

Α. ΠΡΟΒΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

Topos Real Estate

Topos Real Estate

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΟΡΕΙΕΣ ΣΠΟΡΑΔΕΣ | facebook.com | youtube

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πήγε να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα στην εφημερίδα «Ακρόπολις»

Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας "Ἀκρόπολις" για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα

Ο Σταμάτης Σταματίου, ο εκδότης, δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής...

Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του.

Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος, όπως τον κατέγραψε ο Σταματίου:

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Το μοιρασμένο Φλουρί


Πρωτοχρονιάτικο διήγημα αναμνήσεων 

του συγγραφέα, ακαδημαϊκού και  γιατρού Παύλου Νιρβάνα 

(φιλολογικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη, 1866-1937).

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου 'πεσε -ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο.

Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!

Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Τ’ ακορντεόν

της
Μάρως Βλαχάκη

Η φωτογραφία από το σινεμά Ορφέας
που λειτουργούσε ως σχολή μουσικής
των Αδερφών Βλαχάκη.
Τρελαίνομαι να παρακολουθώ τηλεοπτικά παιχνίδια.
Αυτά που τα λένε «γνώσεων».
Τα βλέπω, συμμετέχω φωνάζοντας καμιά φορά πρώτη τις απαντήσεις.
Τις πιο πολλές, όμως, φορές ακούω και μαθαίνω.
Προχθές έτσι όπως έβλεπα τρεις νέους φοιτητές να απαντούν αβίαστα για τόσα που δεν ξέρω, πολύ στεναχωρήθηκα που χάσανε το χρήμα για μια μόνο ερώτηση.
«Τι είναι η καβαλίνα;».
Τους έκανα νοήματα και μούντζες για φινάλε, γιατί και οι τρεις το ’χανε πει, πως είναι από επαρχία.
Δεν ζουν γαϊδούρια, σκέφτηκα, δεν ζουν γαϊδούρια τώρα πια στα ελληνικά χωριά;
Εγώ ακόμα περπατώ πολύ προσεκτικά, σα να ακούω την μάνα μου, σαν έβαζα λουστρίνια. «Κοίτα να πέσεις πάλι απάν’ σε καμιά καβαλίνα».
Δεν θέλω πάλι σήμερα να κάνω θεωρίες, πως τα παιδιά μας δε μαθαίνουνε σωστά Ελληνικά και ότι όσα αφήνει στο διάβα του ο γάιδαρος, η μύγα, η γίδα και το άλογο, η κότα, η αγελάδα, τ’ αποδημητικά και ο άνθρωπος ακόμα, τα λεν όλα «κακά».
Θαρρώ όμως…
Η γενιά μας μίλαγε καλά Ελληνικά.
-Άφησες τ’ γίδα αμουλαρτή και μπήκε μες στο κτήμα μ’;
-Πού το’ μαθες μαθές;
-Να τες οι βιρβιλιές.
Για κείνα τα κουτσομπολιά που’ λεγε η μια στην άλλη
-Τι ήθελε και μας κάλαγε η τσιφούτα σε τραπέζ;
-Δε φάγατε καλά;
-Μπααα στο πιάτο μια κουτσλιά.
Για όποιον δεν χωνεύανε, δεν τους γέμιζε το μάτι.
-Νάτο πάλι το μγόχεσμα.
Φτάνει όμως. Λέω, ως εδώ. Μη πω τίποτε άλλο από τα χρόνια εκείνα.
Θ’ αναφερθώ τιμητικά μόνο στην καβαλίνα.

Από επτά χρονών παιδί μάθαινα ακορντεόν.
Με μάθαινε ο δάσκαλος, δάσκαλος σαν πατέρας, ο Μπάρμπα Αποστόλης.
Μ’ αγάπαγε και μ’ έμαθε απ’ όλα όσα ήξερε, ακόμα πιο πολλά. «Δαχτλάκια μ’ μπισμπιτούνκα» ψιθύριζε συχνά.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Αφανής ηρωίδα

ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ   ΛΥΤΡΩΣΗ

Διήγημα - Γιώργος Σανιδάς [Σκιάθος, Μάιος 2014]

«Να τον πάτε αμέσως  στο Βόλο», αποφάνθηκε εύκολα ο εφημερεύων γιατρός  και τα λόγια αυτά επαναλάμβανε συνεχώς για την πλειοψηφία των ασθενών σε σημείο που έμοιαζε πως τα επαναλαμβάνει μηχανικά, χωρίς να εξετάζει χωριστά την κάθε περίπτωση. Τι να κάνει κι αυτός ο έρημος !

Η Μελαχρώ κοκάλωσε μα έπρεπε και πάλι να εκτελέσει το καθήκον της…

Το να αρρώσταινε ξανά, μέσα στο ίδιο καλοκαίρι, ο αδελφός της, ήταν αναμενόμενο μα και απόλυτα απευκταίο για την ίδια. Όσο όμως κι αν το προαισθανόταν, μόλις άκουσε το γιατρό, της ήρθε «ο ουρανός σφοντύλι» κι έφευγε σε μια ώρα και το δελφίνι… Σάστισε, έχασε το χρώμα της, η καρδιά της χόρευε, χτυπούσε την ποδιά της κι έλεγε: «Αχ, τι έπαθα  η κακομοίρα, φυσάει και μελτέμι!». Την  έπιανε βλέπετε και το ταξίδι στη θάλασσα…

• • •

Μόλις πριν από λίγες ημέρες διακομίστηκε ο Μήτσος  στο νοσοκομείο του Βόλου και η Μελαχρώ ένοιωθε ακόμα τις δυνάμεις της σωμένες, μετά τη δεκαήμερη παραμονή της εκεί σαν συνοδός του ασθενή αδελφού της.

Πέρασε τα ογδόντα κι έπασχε κι αυτή  από πολλά και κυρίως από κινητικά προβλήματα. Της φαινόταν Γολγοθάς να βρεθεί και πάλι μόνη  με τον ασθενή αδελφό της, στο αφιλόξενο περιβάλλον της μεγάλης πόλης και μάλιστα σε εκείνου του νοσοκομείου όπου κολλάς, εκτός των άλλων, και τον καημό των υπόλοιπων ασθενών… 

Το νησί όπου διέμεναν τα αδέλφια, παρόλη την ανάπτυξή του και τον τεράστιο αριθμό των επισκεπτών τους θερινούς μήνες, δεν διέθετε τίποτε περισσότερο από ένα παροπλισμένο Κέντρο Υγείας. Εκεί δεν...

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Το Χριστόψωμο / Ένα Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις Δεκεμβρίου 1887 στο έντυπο «Εφημερίς» με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Διήγημα Πρωτότυπον». Παρέμεινε ξεχασμένο έως τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε παρουσιάσθηκε προλογισμένο από τον φιλόλογο Γεώργιο Βαλέτα στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.

Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.

Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της.

Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὖτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳ ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».

Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς...